Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

Το πάθημα του Ντίνου

Τα παλιότερα τα χρόνια,
οι παππούδες με τα εγγόνια,
τις κρύες νύχτες του χειμώνα,
κάθονταν κοντά στο τζάκι
κι έλεγαν παραμυθάκι.

Έτσι, μια νύχτα σαν κι αυτή,
παγωμένη, σκοτεινή,
που η ομίχλη έπεφτε πυκνή,
λέει ο Ντίνος στον παππού:
«Θα μου πεις την αλεπού;»

«Θα στην πω παραπονιάρη!
Όμως, κάνε μου τη χάρη,
κατέβα κάτω στο κελάρι·
Να! πιάσε το κατοσταράκι
και φέρε μου λίγο κρασάκι.»

«Ναι παππούλη! Με χαρά!»
λέει ο Ντίνος ζωηρά.
Βάζει στα πόδια του φτερά,
κρασί σβέλτα να γεμίσει,
παραμύθι ν’ αρχινίσει.

Ψάχνει, βρίσκει το βαρέλι
με το καλό το κοκκινέλι,
μα … τη σκανταλιά τη θέλει.
Κι όπως την κάνουλα γυρίζει,
τρανή λαχτάρα  τον πλημμυρίζει.

«Ωωω!!! τι νεράκι είναι αυτό!!!
Γάργαρο και λαμπερό,
κόκκινο κι ευωδιαστό!!!
Αν πιώ λιγάκι, ποιός θα το ξέρει;
Χαρά μεγάλη θα μου φέρει.»
 
Πέφτει ανάσκελα στη γη,
με λαχτάρα περισσή
να δοκιμάσει το κρασί
και ρουφάει απ’ το βαρέλι
του παππού το κοκκινέλι.

«Τι γλυκό! … κι ας καίει λίγο!...
Δεν το νοιώθω πια το κρύο!...
Πού να σηκωθώ να φύγω!...
Για δες γέλια που έχω βάλει!...
Τι ευφραίνονται οι μεγάλοι!!!»

Μα σε μερικά λεπτά,
όταν γέμισε η κοιλιά,
ξάφνου η ζάλη αρχινά.
Του πονάει το κεφάλι
κι αρχινά το παρακάλι:

«Ωωωχ! Το κεφάλι μου γυρίζει!
κι έχω κι ανοιχτή τη βρύση!...
Ο παππούς θα με τσακίσει!!!
Τι μπελάς κακός με βρήκε!...
Διάολος μέσα μου θα μπήκε!»

Καθώς αργούσε το παιδί,
πάει ο παππούς και τι να δει!
Λίμνη είχε κάνει το κρασί,
ξάπλα  στο πάτωμα ο Ντίνος.
Έφταιξε όμως κι εκείνος.

«Αχ! παιδί μου, τι να πω!
Ξέρω πως είσαι ζωηρό,
μα δεν το πρόσμενα αυτό!
Πάμε τώρα να ξαπλώσεις
κι άλλη φορά βάζουμε γνώση.»

 Δήμητρα 1/2/2015